Η απομνημόνευση και η μνήμη στην εκπαίδευση
«Είναι ενδιαφέρον να εξεταστεί σε ποιο βαθμό η απομνημόνευση, ως ιδιάζουσα εκδήλωση της μνημονικής λειτουργίας, υποστηρίζεται από τα ερευνητικά δεδομένα της σύγχρονης πειραματικής Ψυχολογίας» γράφει ο Κωνσταντίνος Δ. Πόρποδας
Στην εκπαιδευτική πραγματικότητα της χώρας μας η λέξη απομνημόνευση παραπέμπει κυρίως στη λεπτομερή μάθηση και μνημονική συγκράτηση των εννοιών ενός κειμένου, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ακριβής ανάκλησή του σχεδόν αυτολεξεί. Πρόκειται για μια συνειδητή διαχείριση της μάθησης και μνήμης, η οποία τελεσφορεί χάρη στην αξιοποίηση της επανάληψης.
Η παρούσα προσπάθεια για μια αξιολογική εκτίμηση του ζητήματος, βασίζεται στη θέση ότι οι δραστηριότητες του μαθησιακού έργου, το οποίο συντελείται στο σύγχρονο σχολείο (ανεξαρτήτως βαθμίδας), πρέπει, προφανώς, να στηρίζονται στα συμπεράσματα των επιστημονικών πειραματικών ερευνών που αφορούν στις συμμετέχουσες νοητικές λειτουργίες. Στην προκειμένη περίπτωση, η άμεσα σχετιζόμενη λειτουργία είναι κυρίως η μνήμη. Συνεπώς, είναι ενδιαφέρον να εξεταστεί σε ποιο βαθμό η απομνημόνευση, ως ιδιάζουσα εκδήλωση της μνημονικής λειτουργίας, υποστηρίζεται από τα ερευνητικά δεδομένα της σύγχρονης πειραματικής Ψυχολογίας.
Η ΓΝΩΣΗ
Πριν η Ψυχολογία καταστεί αυτοτελής πειραματική επιστήμη, το θέμα της γνώσης ήταν αντικείμενο του φιλοσοφικού στοχασμού, στη μακραίωνη ιστορία του οποίου διατυπώθηκαν ενδιαφέρουσες θεωρίες. Ειδικότερα, κατά την περίοδο μετά τον Καρτέσιο, επιφανείς εκπρόσωποι του βρετανικού εμπειρισμού, αντιδρώντας στην άποψή του περί εμφύτων ιδεών ως συστατικών του νου, υποστήριξαν ότι η κάθε γνώση εκπηγάζει από την εμπειρία, προϋποθέτοντας έναν, σχετικά, παθητικό νου που δεσμεύεται από τις αισθήσεις και δε χαρακτηρίζεται από δημιουργικές ικανότητες. Ετσι, οι αισθητηριακές εμπειρίες, με τις οποίες αρχίζει η απόκτηση των γνώσεων, θεωρούνταν ότι καταγράφονται και αποθηκεύονται στη μνήμη σχεδόν αυτόματα και παθητικά με βάση τους νόμους του συνειρμού των ιδεών, οι οποίοι είχαν αρχικά διατυπωθεί από τον Αριστοτέλη. Μάλιστα, σύμφωνα με το συνειρμικό νόμο της συχνότητας, η ισχύς του συνειρμού επηρεάζεται καθοριστικά από τη συχνότητα της επανάληψης.
Μετά τη χειραφέτηση της Ψυχολογίας από τη Φιλοσοφία και την καθιέρωσή της ως ανεξάρτητης πειραματικής επιστήμης (στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα), ο καθοριστικός ρόλος της επανάληψης στη μάθηση και στη μνημονική συγκράτηση των γνώσεων, υποστηρίχτηκε ιδιαίτερα από τη ριζοσπαστική τάση της σχολής του συμπεριφορισμού, η οποία δέσποζε στην Ψυχολογία για μια μεγάλη περίοδο κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Ωστόσο, ενώ κατά τη μακραίωνη φιλοσοφική θεώρηση του θέματος, ο συνειρμός των ιδεών θεωρούνταν ως νοητικό ενέργημα, οι εκπρόσωποι του ριζοσπαστικού συμπεριφορισμού, ως εκφραστές του υλικού μονισμού και μιας ακραίας εκδοχής εμπειρισμού, απέρριπταν την άποψη ότι η μάθηση και η μνημονική συγκράτηση των γνώσεων είναι αποτέλεσμα νοητικών λειτουργιών. Αντίθετα, υποστήριζαν ότι αυτά βασίζονται στη δημιουργία εξαρτήσεων μεταξύ ερεθισμάτων και αντιδράσεων, στις οποίες καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η συχνότητα της επανάληψης.
Όμως, με την πρόοδο στην πειραματική διερεύνηση των νοητικών λειτουργιών, που συμμετέχουν στη μάθηση και στη μνημονική συγκράτηση των γνώσεων, η άποψη η οποία επικράτησε στην Ψυχολογία, απηχώντας μια δημιουργική αξιοποίηση του εμπειρισμού και του ορθολογισμού, ήταν ότι αυτές οι γνωστικές λειτουργίες δρουν στο πλαίσιο ενός ενεργητικού νου, ο οποίος αντί να συγκρατεί αυτόματα και παθητικά τις αισθητηριακές εμπειρίες με βάση τους νόμους του συνειρμού, τις μετατρέπει και τις αφομοιώνει, με αποτέλεσμα να προκύπτουν νέες διαστάσεις νοήματος.
ΜΝΗΜΟΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Ειδικότερα, όσον αφορά στη μνημονική λειτουργία, η πειραματική διερεύνησή της άρχισε όταν η Ψυχολογία κατέστη ανεξάρτητη επιστήμη. Στη συνέχεια, στη δεκαετία του 1930, συντελέστηκε αξιοσημείωτη πρόοδος στην έρευνα για τη μνημονική συγκράτηση πληροφοριών με σημασιολογικό περιεχόμενο. Η προσπάθεια αυτή προωθήθηκε σημαντικά με την ανάπτυξη της Γνωστικής Ψυχολογίας από τη δεκαετία του 1950.
ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η γνωστική προσέγγιση, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς ως «επανάσταση στην Ψυχολογία», ακολουθούσε την ορθολογιστική φιλοσοφική παράδοση και αξιοποιούσε τις σημαντικές εξελίξεις που είχαν συντελεστεί τόσο στην Ψυχολογία όσο και σε άλλους επιστημονικούς χώρους, όπως στη Θεωρία της Πληροφορίας, στην Τεχνητή Νοημοσύνη και στη Γλωσσολογία. Ως αποτέλεσμα αυτών, η Ψυχολογία ξαναβρήκε το γνωστικό προσανατολισμό της και έτσι άρχισε μια νέα περίοδος στην πειραματική διερεύνηση των πολύπλοκων γνωστικών λειτουργιών, μεταξύ των οποίων και της μνήμης.
ΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Από την πειραματική έρευνα αποδείχτηκε ότι η μνήμη είναι μια πολυσύνθετη και ζωτικής σημασίας γνωστική λειτουργία, η οποία επηρεάζει καθοριστικά την ύπαρξή μας. Η δυσλειτουργία της προκαλεί μαθησιακές δυσκολίες, ενώ η βαριά βλάβη της μπορεί να επιφέρει μέχρι και τη νοητική νέκρωση του ατόμου. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι, σε φυσιολογικές καταστάσεις μάθησης, η συγκράτηση σημασιολογικών πληροφοριών στη μνήμη δεν είναι απλώς μια εγγραφή και αποθήκευση, σαν σε μαγνητόφωνο, των προσλαμβανόμενων πληροφοριών και, στη συνέχεια, η πιστή αναπαραγωγή τους, όπως επιδιώκεται με την απομνημόνευση, αλλά το αποτέλεσμα μιας σύνθετης γνωστικής επεξεργασίας, η οποία συντελείται σε πολλά επίπεδα.
Συγκεκριμένα, οι γνώσεις που ήδη κατέχουμε, είναι οργανωμένες και δομημένες στη μνήμη μας συγκροτώντας γνωστικές δομές, οι οποίες αποτελούν τους υποδοχείς των νέων αισθητηριακών εμπειριών. Συνεπώς, οι νέες πληροφορίες που προσλαμβάνονται, προκειμένου να γίνουν γνώσεις και να συγκρατηθούν στη μνήμη, θα πρέπει, αφού υποστούν τη σχετική επεξεργασία, να ενσωματωθούν στις προϋπάρχουσες παρεμφερείς γνωστικές δομές. Αυτή η αφομοιωτική γνωστική διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα την αναδόμηση και το μετασχηματισμό των γνωστικών δομών που ήδη υπάρχουν στη μνήμη, αλλά και τη διαμόρφωση νέων.
Όταν, λοιπόν, στη συνέχεια επιχειρηθεί η ανάκληση αυτών των νέων πληροφοριών από τη μνήμη, τα στοιχεία που ανακαλούνται δε συνιστούν πιστή αναπαραγωγή εκείνων που είχαν προσληφθεί (π.χ. από την ανάγνωση ενός κειμένου), αλλά, σε αντίθεση με ό,τι παρατηρείται στην απομνημόνευση, οι ανακαλούμενες πληροφορίες είναι λιγότερες και, συνήθως, ελαφρώς αναδιαρθρωμένες, αντανακλώντας, έτσι, την επίδραση που έχουν δεχτεί από τις ήδη υπάρχουσες γνωστικές δομές του ατόμου.
Σε συνέχεια αυτών των ερευνητικών διαπιστώσεων, το επόμενο ερώτημα που τέθηκε αφορούσε στον προσδιορισμό της φύσης και ιδιότητας των ανακαλούμενων πληροφοριών. Τα ερευνητικά δεδομένα έδειξαν ότι, σε φυσιολογικές καταστάσεις μάθησης, οι ανακαλούμενες πληροφορίες (π.χ. από ένα κείμενο), κατά κανόνα και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει κατά την απομνημόνευση, αντιστοιχούν στα κύρια και ουσιώδη σημασιολογικά στοιχεία του κειμένου.
ΟΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Όλα αυτά δείχνουν ότι κατά την πρόσληψη και την επεξεργασία των πληροφοριών στο νου (όπως, κατ’ ανάλογο τρόπο, συμβαίνει και κατά την επεξεργασία των τροφών στο σώμα) ο οργανισμός του ανθρώπου φαίνεται ότι διαθέτει εγγενείς ικανότητες, χάρη στις οποίες έχει τη δυνατότητα να επιλέγει, να συγκρατεί και να αφομοιώνει τα ουσιώδη, ώστε να μπορεί να λειτουργεί και να αναπτύσσεται.
Από κάθε άποψη, λοιπόν, είναι πρόδηλο ότι η απομνημόνευση δε συνιστά εκδήλωση φυσιολογικής λειτουργίας και αξιοποίησης της μνήμης. Επιπλέον, οι επιπτώσεις της θα είναι αναπόφευκτες και στη λειτουργία της σκέψης. Και τούτο διότι με την απομνημόνευση, η εξισωτική συγκράτηση των πληροφοριών στη μνήμη ερήμην της αξιολογικής διαφοροποίησής τους, είναι αναμενόμενο να δυσχεραίνει τη δυνατότητα για τη συσχέτιση των κύριων και ουσιωδών στοιχείων, με συνέπεια την καλλιέργεια μιας συλλογιστικής ικανότητας περιορισμένης εμβάθυνσης.
Ως εκ τούτου, μια τέτοιου είδους μαθησιακή κατάσταση στην εκπαίδευση, η οποία θα αρκείται σε απαντήσεις για το «τι», ποιο», «πότε» κ.τ.ό. (οι οποίες, προφανώς διασφαλίζονται με την απομνημόνευση) και δεν θα επεκτείνεται στην αναζήτηση του «πώς», «γιατί» κ.τ.ό., που προωθούν τη σκέψη, είναι πιθανόν να συμβάλει στην καλλιέργεια και ανάδειξη ενός τύπου σκεπτόμενου ατόμου, χαρακτηριζόμενου από τη δυσχέρεια στη διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες, από τη ροπή προς το ισχνό ή και παραπειστικό επιχείρημα, από την ελλιπή αίσθηση του μέτρου και από την τάση για απόκλιση από τον ορθό λόγο.
ΤΡΕΙΣ ΒΑΣΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ
Όμως, προκειμένου τα ερευνητικά δεδομένα της γνωστικής ανάλυσης και μελέτης της μνήμης να μπορούν να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά στην εκπαίδευση και, συνεπώς, να καταστεί δυνατή η αποστασιοποίηση της σχολικής εργασίας από την απομνημόνευση και τις επιπτώσεις της, απαιτούνται ουσιαστικές παρεμβάσεις παράλληλα σε τρεις βασικούς τομείς.
Πρώτο, στη σωστή ψυχολογική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να σπουδάζουν όχι μόνο το τι και το πώς θα διδάσκουν, αλλά και το ποιον θα διδάσκουν, προκειμένου να έχουν τις αναγκαίες γνώσεις ώστε να μπορούν να υλοποιούν το όραμα για μια εκπαίδευση με επίκεντρο το μαθητή. Στο πλαίσιο αυτό, η σπουδή θεμάτων όπως, μεταξύ άλλων, πώς μαθαίνει ο μαθητής, πώς θυμάται, τι θυμάται, πώς κατανοεί, πώς σκέφτεται, πώς καλλιεργείται η σκέψη του κτλ, αναμφίβολα είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Δεύτερο, στη φιλοσοφία, στη δομή και στο περιεχόμενο του αναλυτικού προγράμματος, προκειμένου το μαθησιακό έργο που συντελείται στη σχολική τάξη (κάθε βαθμίδας της εκπαίδευσης) να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες, στις δυνατότητες και στις ικανότητες του κάθε μαθητή.
Τρίτο, στον τρόπο συγγραφής των διδακτικών βιβλίων, ώστε αυτά να παρέχουν έγκυρες πληροφορίες, αλλά και να διευκολύνουν τον κάθε μαθητή στη μάθηση και στη συγκράτηση των κύριων και ουσιωδών στοιχείων του περιεχομένου καθώς και στην καλλιέργεια της σκέψης του. Αυτό προϋποθέτει ότι οι συγγραφείς, αλλά και οι αξιολογητές, των διδακτικών βιβλίων, εκτός από το γνωστικό αντικείμενο θα πρέπει να κατέχουν και τις συμμετέχουσες γνωστικές λειτουργίες.
Εν κατακλείδι, η σωστή αξιοποίηση και καλλιέργεια της μνημονικής λειτουργίας των μαθητών στα σχολεία, φαίνεται να είναι αναπόδραστα συνδεδεμένη με τις ποιοτικές προτεραιότητες ενός εκπαιδευτικού συστήματος. Από την άποψη αυτή, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επίτευξη του βασικού σκοπού της εκπαίδευσης, που είναι η καλλιέργεια υπεύθυνων, σκεπτόμενων και δημιουργικών πολιτών.
Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης της μνημονικής λειτουργίας, ένα παράδειγμα προς την κατεύθυνση της ορθολογικής αξιοποίησής της, φαίνεται να αποτελεί η απάντηση που λέγεται ότι είχε δώσει ο Αϊνστάιν σ’ ένα φοιτητή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης των ΗΠΑ, ο οποίος τον είχε ρωτήσει «ποια είναι η ταχύτητα του ήχου και ποια είναι η τιμή της σταθεράς του Πλανκ». Στην ερώτηση αυτή ο Αϊνστάιν φέρεται να απάντησε: «Δεν ξέρω. Δεν θα τυραννήσω τη μνήμη μου με τέτοιες λεπτομέρειες που μπορώ να βρω σε κάθε εγχειρίδιο».
Εάν το νόημα αυτής της απάντησης του Αϊνστάιν για τη μνήμη, αποτελούσε μια αφορμή για προβληματισμό όλων όσοι συμβάλλουν και συμμετέχουν, με οποιονδήποτε τρόπο, στο αναμφισβήτητα δύσκολο έργο της εκπαίδευσης, τότε, αναμφίβολα, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πιο σωστά το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτει αυτή η χώρα, το μυαλό των παιδιών της.
* Ο Κωνστνατίνος Δ. Πόρποδας είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών/ porpodas@upatras.gr.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News